- καλυβοποιΐα
- κᾰλῠβο-ποιΐα, ἡ,A making of cabins, Id.15.2.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] … Dictionary of Greek
καλυβοποιίας — καλυβοποιίᾱς , καλυβοποιία making of cabins fem acc pl καλυβοποιίᾱς , καλυβοποιία making of cabins fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)